- σύρισμα
- το, ΝΑβλ. σύριγμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σύρισμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρισμάτων — σύρισμα neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρίσμασι — σύρισμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρίσματα — σύρισμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρίσματι — σύρισμα neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρίσματος — σύρισμα neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύριγμα — και σύρισμα, το, ΝΑ και σούρισμα και σούριγμα Ν [συρίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συρίζω, ο ήχος τής σύριγγας, το σφύριγμα (α. «ακούστηκε ένα οξύ σύριγμα» β. «μὴ... διολέσῃς... Πανὸς ἕδρας, ἔνθ ἔχει συρίγματα», Ευρ.) 2. συριστικός ήχος … Dictionary of Greek